- σκαλεύειν
- σκαλεύωstirpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκαλεύω — ΝΜΑ ανακινώ κάτι χρησιμοποιώντας εργαλείο ή με τα χέρια μου, ξύνω, σκαλίζω («σκαλεύειν τὰ ὦτα», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. επιδιώκω να εξιχνιάσω κάτι αρχ. 1. ανασκαλεύω τη φωτιά («σκαλεύοντ ἄνθρακας», Αριστοφ.) 2. (ιδίως για όρνιθες) ανασκάπτω… … Dictionary of Greek
μάχαιρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 235 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * η (ΑM μάχαιρα) 1. όργανο με λαβή… … Dictionary of Greek
σκαλαθάρβα — Α (κατά τον Ησύχ.) «τύρβη, ἀπὸ τοῡ σκαλεύειν» … Dictionary of Greek